- συμπλοκῆς
- συμπλοκήintertwiningfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυμπλοκῆς — συμπλοκῆς , συμπλοκή intertwining fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπλοκή — η, ΝΜΑ [συμπλέκω] 1. σύγκρουση, σύρραξη μεταξύ αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη νύχτα οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι μετὰ τὴν συμπλοκὴν οὕτως ἔξω γενέσθαι τοῡ φρονεῑν», Πολύβ.) 2. συνδυασμός, σύνδεση όρων μιας πρότασης, κυρίως … Dictionary of Greek
плетениѥ — ПЛЕТЕНИ|Ѥ (9), ˫А с. 1.Действие по гл. плести: того ради вс˫ако хꙊдожьство имъ. вънѹтрь ѹчимо бѣ… тъкальчьскоѥ же и камѣньно сѣчениѥ. и ѥлико плетѣниѥмь има(т) дѣло. (διὰ σειρᾶς) ЖФСт к. XII, 100 об.; что створю ˫ако скорбьлю рукодѣль˫а ради.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ιππιοχάρμης — ἱππιοχάρμης, ὁ (Α) 1. αυτός που μάχεται πάνω σε άρμα 2. αναβάτης ίππου, ιππέας 3. φρ. ως επίθ. «ἱππιοχάρμης κλόνος» ο θόρυβος τής συμπλοκής τών ιππέων (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος + χάρμης (< χάρμη «χαρά, ενθουσιασμός» < χαίρω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… … Dictionary of Greek
πελαργός — Oνομασία μερικών μεγαλόσωμων καλοβατικών πτηνών, της οικογένειας των πελαργιδών. Ο λευκός π. (cinonia ciconia), τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας, γνωστός ως λελέκι, έχει μήκος 1,30 μ. και άνοιγμα φτερών που μπορεί να ξεπεράσει τα 2,20 μ. Το… … Dictionary of Greek
πρωταρχιστής — ο, Ν [πρωταρχίζω] αυτός που κάνει πρώτος την αρχή («πρωταρχιστής τής συμπλοκής») … Dictionary of Greek
σύρμα — το, ΝΜΑ [σύρω] νεοελλ. 1. μεταλλικός αγωγός ηλεκτρικής ενέργειας 2. το μέρος από το οποίο περνούν συνήθως τα θηράματα 3. (ως συνθηματική λέξη που χρησιμοποιείται για προειδοποίηση) προσοχή, φυλάξου 4. φρ. «πολύστρεπτο σύρμα» (ηλεκτρολ.) σύρμα από … Dictionary of Greek
υποκαταστάτης — ο / ὑποκαταστάτης, ΝΜΑ [ὑποκαθίστημι] 1. αντικαταστάτης, αναπληρωτής 2. χημ. άτομο, ομάδα ή μόριο που συνδέεται με το κεντρικό άτομο μιας σύμπλοκης ένωσης, όπως είναι λ.χ. τα μόρια τού νερού, τής αμμωνίας και τού μονοξειδίου τού άνθρακα … Dictionary of Greek
Αντιπάτης, Ηλίας — Αγωνιστής του 1821 από την Παρνασσίδα. Πήρε μέρος σε διάφορες μάχες κοντά στους οπλαρχηγούς Πανουργιά, Ιωάννη Γκούρα και Αρχοντόπουλο (Ιωάννη Νοταρά), με τον οποίο και συμμετείχε στην πολιορκία της Αθήνας. Μετά την απελευθέρωση κατατάχτηκε στον… … Dictionary of Greek